- μεταμπίσχω
- μεταμπίσχω (Α)1. ντύνω κάποιον με νέο ένδυμα2. μτφ. μεταμορφώνω, μεταβάλλω τη μορφή («εἱμαρμένη μεταμπίσχουσα τὰς ψυχάς», Πλούτ.)3. μέσ. μεταμπίσχομαιαλλάζω, αλλάζω το ένδυμά μου, ντύνομαι νέο ένδυμα («πικροτάτην δούλων δουλείαν μεταμπισχόμενος», Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + ἀμπίσχω «περιβάλλω»].
Dictionary of Greek. 2013.